τζουμπές

τζουμπές
και τσουμπές, ο, Ν
(παλ. τ.) μακρύ, ευρύχωρο παλτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuppe].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσουμπές — ο, Ν βλ. τζουμπές …   Dictionary of Greek

  • τσουμπές — τσουμπές, ο και τζουμπές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), μακρύ πανωφόρι όμοιο με ράσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”